3 Με ποιον τρόπο μπορούν οι σύζυγοι να διευθετήσουν το καθεστώς που διέπει τα περιουσιακά τους στοιχεία;
3.1. Ποιες διατάξεις μπορούν να τροποποιηθούν από ένα σύμφωνο και ποιες όχι; Ποια καθεστώτα που διέπουν τις περιουσιακές σχέσεις των συζύγων μπορούν να επιλεγούν;
Οι σύζυγοι έχουν τη δυνατότητα να συμφωνήσουν μέσω ενός γαμικού συμφώνου ως προς ένα διαφορετικό καθεστώς το οποίο θα διέπει τα περιουσιακά στοιχεία των συζύγων, το οποίο θα διαφέρει από το διαχωρισμό των περιουσιακών στοιχείων που ορίζει ο νόμος. Ωστόσο γαμικά σύμφωνα δεν θεωρούνται όλες οι συμφωνίες περί ιδιοκτησίας μεταξύ των συζύγων – αναφορά σε αυτές γίνεται μόνο όταν υποκαθιστούν σε μεγάλο βαθμό το καθεστώς που διέπει τις νομικές περιουσιακές σχέσεις των συζύγων και σκοπός αυτών είναι η ρύθμιση των οικονομικών σχέσεων.
Ως εναλλακτικές μορφές του καθεστώτος που διέπει τις νόμιμες περιουσιακές σχέσεις των συζύγων, το Αυστριακό Δίκαιο προσφέρει το καθεστώς κοινοκτημοσύνης των περιουσιακών στοιχείων και το συμβόλαιο κληρονομιάς. Ωστόσο, οι σύζυγοι δεν είναι υποχρεωμένοι να περιοριστούν σε αυτά όσον αφορά την επιλογή του καθεστώτος που θα διέπει τις περιουσιακές σχέσεις των συζύγων.
Το καθεστώς κοινοκτημοσύνης των περιουσιακών στοιχείων διακρίνεται σε δύο μορφές: την κοινοκτημοσύνη των περιουσιακών στοιχείων μεταξύ ζώντων που δεν ρυθμίζεται νομικά και την κοινοκτημοσύνη των περιουσιακών στοιχείων σε περίπτωση θανάτου. Η κοινοκτημοσύνη των περιουσιακών στοιχείων μεταξύ ζώντων μπορεί να δομηθεί ως γενική ή μερική κοινοκτημοσύνη των περιουσιακών στοιχείων. Στην πρώτη περίπτωση, το σύνολο των εισαχθέντων στο γάμο και των μελλοντικών περιουσιακών στοιχείων των συζύγων καλύπτεται από την κοινοκτημοσύνη των περιουσιακών στοιχείων. Στη δεύτερη περίπτωση περιλαμβάνονται μόνο τα αγαθά που απαριθμούνται στη σύμβαση. Οι σύζυγοι γίνονται συνιδιοκτήτες των αγαθών που διέπονται από το καθεστώς της κοινοκτημοσύνης, τα (ιδανικά) μερίδιά τους καθορίζονται από τη συμφωνία – σε περίπτωση αμφιβολίας, θεωρείται ότι τα μερίδια τους είναι ίσα. Μεταξύ των συζύγων υπάρχουν εσωτερικοί ισχύοντες περιορισμοί αναφορικά με τη διάθεση (των αγαθών) στα μερίδια των συνιδιοκτητών, τα οποία δεν αντιτίθενται σε τρίτους. Το αντιτάξιμο κατά τρίτων υφίσταται μόνο στην περίπτωση που μια απαγόρευση εκποίησης και/ή υποθήκευσης έχει καταγραφεί στο κτηματολόγιο βάσει του § 364c ABGB, ή εάν έχει γίνει αναφορά σχετικά με περιορισμούς στη διάθεση (των αγαθών) κατά την καταγραφή της συνιδιοκτησίας.
Σύμφωνα με την κοινοκτημοσύνη των περιουσιακών στοιχείων μεταξύ ζώντων, τα χρέη αμφότερων των συζύγων εγγυώνται και από την κοινοκτημοσύνη των περιουσιακών στοιχείων και την αντίστοιχη ατομική περιουσία των συζύγων που δεν υπόκειται στο καθεστώς κοινοκτημοσύνης των περιουσιακών στοιχείων. Εάν ένας εκ των συζύγων ανέλαβε υποχρέωσεις αυτόνομα ή τον/την αφορούν προσωπικά άλλως (π.χ. υποχρεώσεις καταβολής ευθυνών σε χρέη ή αποζημιώσεων), υπό το καθεστώς της γενικής κοινοκτημοσύνης των περιουσιακών στοιχείων, το σύνολο της κοινοκτημοσύνης περιουσιακών στοιχείων καθώς και η ατομική του/της περιουσία είναι υπόχρεα. Στην περίπτωση του καθεστώτος περιορισμένης κοινοκτημοσύνης περιουσιακών στοιχείων, αντίθετα, ο έτερος σύζυγος δεν οφείλει να αναλάβει ευθύνη για τα εν λόγω χρέη με το δικό του μερίδιο στα κοινά περιουσιακά στοιχεία των συζύγων.
Σύμφωνα με την κοινοκτημοσύνη των περιουσιακών στοιχείων σε περίπτωση θανάτου, ο διαχωρισμός των περιουσιακών στοιχείων συνεχίζει να ισχύει έως το θάνατο ενός εκ των δύο συζύγων, καθένας μπορεί να διαθέσει ελεύθερα τα περιουσιακά του στοιχεία. Σε περίπτωση θανάτου ενός εκ των συζύγων, τα περιουσιακά στοιχεία των συζύγων ενώνονται σε μια κοινή περιουσία, η οποία μετά την αφαίρεση των χρεών θα διαιρεθεί σε δύο ίσα μέρη. Ο επιζών σύζυγος θα λάβει το ένα μέρος, ενώ το υπόλοιπο μέρος σχηματίζει την περιουσία του θανόντος (§ 1234 ABGB).
Με το συμβόλαιο κληρονομιάς, ο ένας σύζυγος ορίζει τον άλλο ή αμφότεροι ορίζουν αμφότερους αμοιβαία ως κληρονόμους τους (§ 1249 ABGB). Ωστόσο, από αυτού του είδους το συμβόλαιο καλύπτονται μόνο τα τρία τέταρτα της περιουσίας (§ 1253 ABGB).
Εκτός από τα παραπάνω υπάρχουν επίσης προσύμφωνα, τα οποία ρυθμίζουν εκ των προτέρων το διαχωρισμό των περιουσιακών στοιχείων καθημερινής χρήσης των συζύγων, τις αποταμιεύσεις των συζύγων και/ή τη συζυγική στέγη σε περίπτωση διαζυγίου. Η αρχή διαχωρισμού των περιουσιακών στοιχείων κατά τη διάρκεια του γάμου δεν επηρεάζεται από τις εν λόγω συμφωνίες. Ο δικαστής δύναται να παρεκκλίνει από ένα ισχύον προσύμφωνο μόνο εάν ο ένας σύζυγος έχει ζημιωθεί άδικα ή θα ήταν παράλογο να επιβληθεί σε αυτόν ο διακανονισμός διαχωρισμού (§ 97 para 2 Ehegesetz, EheG).
3.2. Ποιες είναι οι τυπικές προϋποθέσεις και με ποιον πρέπει να επικοινωνήσω;
Τα γαμικά σύμφωνα και τα προσύμφωνα που αφορούν το διαχωρισμό των αποταμιεύσεων των συζύγων και τη συζυγική εστία πρέπει να συνάπτονται με τη μορφή συμβολαιογραφικής πράξης (§ 97 para 1 EheG). Κατά συνέπεια, σε αυτές τις περιπτώσεις, η σύναψη μιας σύμβασης πρέπει να εκτελείται από συμβολαιογράφο. Εν αντιθέσει, τα προσύμφωνα σχετικά με το διαχωρισμό των περιουσιακών στοιχείων καθημερινής χρήσης των συζύγων πρέπει να είναι απλώς σε γραπτή μορφή (§ 97 para 1 EheG).
3.3. Πότε μπορεί να συναφθεί ένα σύμφωνο και πότε τίθεται σε ισχύ;
Τα γαμικά σύμφωνα και τα προσύμφωνα μπορούν να συναφθούν ανά πάσα στιγμή κατά τη διάρκεια του γάμου. Τα γαμικά σύμφωνα που συνάπτονται πριν από το γάμο ισχύουν μόνο υπό τον όρο του τελευταίου γάμου. Σε συμμόρφωση με το σκοπό τους, τα γαμικά σύμφωνα και τα προσύμφωνα τίθενται σε ισχύ άμεσα (π.χ. ένα σύμφωνο κοινοκτημοσύνης περιουσιακών στοιχείων μεταξύ ζώντων) ή μόνο μετά το θάνατο ενός εκ των συζύγων (κοινοκτημοσύνη των περιουσιακών στοιχείων σε περίπτωση θανάτου) ή διαζυγίου (προσύμφωνα).
3.4. Μπορούν οι σύζυγοι να τροποποιήσουν ένα υπάρχον σύμφωνο; Εάν ναι, υπό ποιες προϋποθέσεις;
Οι σύζυγοι δύνανται επίσης να τροποποιήσουν μια υπάρχουσα συμφωνία, υπό την προϋπόθεση ότι οι πληρούνται οι τυπικές προϋποθέσεις.