5 Ποιες είναι οι συνέπειες ενός διαζυγίου/χωρισμού;
5.1. Με ποιον τρόπο διαχωρίζεται η περιουσία (εμπράγματα δικαιώματα σε ακίνητα);
Αγγλία/Ουαλία
Στην περίπτωση διαζυγίου, τα δικαστήρια διαθέτουν ιδιαίτερα ευρεία διακριτική ευχέρεια να εκδίδουν ένα ευρύ φάσμα διαταγών [η επονομαζόμενη «παρεπόμενη προστασία» (ancillary relief)], περιλαμβανομένου του να διατάζουν την ανακατανομή ή ακόμη και την πώληση περιουσιακών στοιχείων, την τοποθέτηση περιουσιακών στοιχείων σε καταπίστευμα, την πραγματοποίηση εφάπαξ πληρωμών, την πραγματοποίηση περιοδικών πληρωμών, να εκδίδουν διαταγές αναφορικά με συνταξιοδοτικά δικαιώματα κ.λπ. (άρθρα 21 επ. του νόμου περί των γαμικών σχέσεων του 1973). Ο νόμος, στο άρθρο 25 αυτού, απαριθμεί ζητήματα τα οποία το δικαστήριο πρέπει να λαμβάνει υπόψη κατά την άσκηση των ευχερειών του, μεταξύ δε αυτών κύρια προτεραιότητα πρέπει να δίδεται στην ευημερία των τέκνων της οικογένειας. Απώτερος σκοπός της παρεπόμενης προστασίας είναι η επίτευξη ενός δίκαιου αποτελέσματος. Στην υπόθεση Miller v. Miller, McFarlane v. McFarlane [2006] UKHL 24, το House of Lords (Βουλή των Λόρδων) προσδιόρισε τρεις «κλώνους» δικαιοσύνης, συγκεκριμένα, τις ανάγκες (των μερών και των τέκνων τους), την αποζημίωση (για μειονεκτήματα που οφείλονται στη σχέση) και τον καταμερισμό (των περιουσιακών στοιχείων). Δεδομένου ότι στις περισσότερες, εάν όχι σε όλες, τις περιπτώσεις οι ανάγκες υπερβαίνουν την υφιστάμενη περιουσία, οι ανάγκες αποτελούν συχνά τον καθοριστικό παράγοντα και, συνεπώς, σε πολλές περιπτώσεις, οι λοιποί «κλώνοι» της δικαιοσύνης δεν διαδραματίζουν σημαντικό ρόλο ή δεν διαδραματίζουν κανέναν ρόλο.
Τούτου λεχθέντος, στην ίδια υπόθεση, οι βασικές αγορεύσεις φαίνονταν να δέχονται ότι ορισμένες κατηγορίες περιουσιακών στοιχείων (ιδίως τα προγαμιαία περιουσιακά στοιχεία, τα κληρονομηθέντα περιουσιακά στοιχεία και τα περιουσιακά στοιχεία που λήφθηκαν ως δωρεά, άλλως τα «μη συζυγικά περιουσιακά στοιχεία»), θα πρέπει να αντιμετωπίζονται διαφορετικά από τους «καρπούς της κοινής προσπάθειας» και τη συζυγική οικία όσον αφορά την κατανομή τους στην περίπτωση διαζυγίου. Ωστόσο, έγινε επίσης δεκτό ότι όσο περισσότερο διήρκεσε η σχέση, τόσο λιγότερο σημαντική θα πρέπει να είναι η εν λόγω διάκριση.
Σκωτία
Οι σύζυγοι μπορούν να συμφωνήσουν τον τρόπο της διανομής. Εάν αδυνατούν να καταλήξουν σε συμφωνία, οποιοσδήποτε από αυτούς μπορεί να αξιώσει οικονομική ενίσχυση στο πλαίσιο διαζυγίου βάσει των αρχών που προβλέπονται στο άρθρο 9 του νόμου περί οικογενειακού δικαίου (Σκωτία) του 1985. Μία από τις εν λόγω αρχές είναι ότι η καθαρή αξία της «γαμικής περιουσίας», όπως αυτή ορίζεται [δηλαδή, της περιουσίας που αποκτήθηκε από τους συζύγους πλην δια δωρεάς ή κληρονομικής διαδοχής κατά τη διάρκεια του γάμου, αλλά πριν από την ημερομηνία τους χωρισμού τους και περιλαμβανομένης κάθε οικίας που τυχόν αγοράστηκε ενόψει του γάμου, άρθρο 10 του νόμου περί οικογενειακού δικαίου (Σκωτία) 1985] πρέπει να καταμερίζεται δίκαια μεταξύ των συζύγων [άρθρο 9 παρ. 1 στοιχείο α) του νόμου περί οικογενειακού δικαίου (Σκωτία) του 1985]. Δίκαιος καταμερισμός σημαίνει ότι η καθαρή αξία συνήθως καταμερίζεται σε ίσα μέρη μεταξύ των συζύγων, πλην όμως το δικαστήριο δύναται να αποκλίνει από τον αυστηρά ίσο καταμερισμό υπό ορισμένες ιδιαίτερες συνθήκες [βλ. άρθρο 10 παρ. 6 του νόμου περί οικογενειακού δικαίου (Σκωτία) του 1985].
5.2. Ποιος είναι υπεύθυνος για τα υπάρχοντα χρέη μετά το διαζύγιο/χωρισμό;
Αγγλία/Ουαλία
Βλ. απάντηση στο ερώτημα 2.6.
Σκωτία
Ο σύζυγος που ήταν υπεύθυνος προηγουμένως παραμένει υπεύθυνος και μετά.
5.3. Πρέπει ο ένας σύζυγος να εγείρει αξίωση για αντισταθμιστική πληρωμή;
Αγγλία/Ουαλία
Όχι, αλλά βλ. απάντηση στο ερώτημα 5.1.
Σκωτία
Το αποτέλεσμα της αρχής του δίκαιου καταμερισμού της καθαρής αξίας της γαμικής περιουσίας στην περίπτωση διαζυγίου είναι ότι ο ένας σύζυγος δύναται να αξιώσει μια χρηματική καταβολή από τον άλλο σύζυγο προκειμένου να επιτευχθεί ισότητα.